Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκ συμφώνου

  • 1 συμφωνού

    συμφωνέω
    sound together: pres imperat mp 2nd sg (attic)
    συμφωνέω
    sound together: pres imperat mp 2nd sg (attic)
    συμφωνέω
    sound together: imperf ind mp 2nd sg (attic)
    συμφωνέω
    sound together: imperf ind mp 2nd sg (attic)

    Morphologia Graeca > συμφωνού

  • 2 συμφωνοῦ

    συμφωνέω
    sound together: pres imperat mp 2nd sg (attic)
    συμφωνέω
    sound together: pres imperat mp 2nd sg (attic)
    συμφωνέω
    sound together: imperf ind mp 2nd sg (attic)
    συμφωνέω
    sound together: imperf ind mp 2nd sg (attic)

    Morphologia Graeca > συμφωνοῦ

  • 3 συμφώνου

    σύμφωνος
    agreeing in sound: masc /fem /neut gen sg

    Morphologia Graeca > συμφώνου

  • 4 συμφώνου

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συμφώνου

  • 5 НАТО

    НАТО Ν.Α.Τ.Ο. (о Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου)
    * * *
    Ν.Α.Τ.Ο. (ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου)

    Русско-греческий словарь > НАТО

  • 6 σύμφωνος

    η, ο [ος, ον ]
    1) согласный (на что-л.);

    είμαι σύμφωνος — я согласен:

    μένω σύμφωνος — давать согласие, соглашаться (что-л, сделать);

    2) согласный (с кем-л.); единодушный;

    είμαι σύμφωνος με κάποιον (κάτι) — быть согласным с кем-л. (с чём-л.);

    3) соответствующий, соответственный, согласующийся;

    οι πράξεις του είναι σύμφωνες προς τούς λόγους του — его слова не расходятся с делами;

    § εκ συμφώνου а) с согласия, по согласию; б) согласованно;
    επραξαν τούτο εκ συμφώνου προς τον αρχηγόν των они сделали это с согласия своего начальника

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύμφωνος

  • 7 согласный

    επ., (γλωσ.) σύμφωνος, του συμφώνου•

    согласный звук ο φθόγγος του συμφώνου.

    || ουσ. το σύμφωνο•

    звонкие -ые ηχηρά σύμφωνα.

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. σύμφωνος•

    я -сен на все условия συμφωνώ με όλους τους όρους•

    я не -сен с вами δε συμφωνώ μαζί σας.

    2. όμοιος, ίδιος• ακριβής•

    копия -сна с подлинником το αντίγραφο είναι ακριβές.

    3. μονοιασμένος, με ομόνοια• αρμονικός.
    4. (μουσ.) αρμονικός.

    Большой русско-греческий словарь > согласный

  • 8 заключение

    заключение
    с
    1. (лишение свободы) ἡ κράτηση [-ις], ἡ φυλάκιση [-ις]:
    \заключение под стражу ἡ φυλάκιση· предварительное \заключение ἡ προφυλάκιση· пожизненное \заключение τά ίσό-βια δεσμά· 2.:
    \заключение договора τό κλείσιμο συμφώνου, τό κλείσιμο συμφωνίας·\заключение мира ἡ σύναψη συνθήκης εἰρήνης·
    3. (вывод) τό συμπέρασμα, τό πόρισμα:
    \заключение комиссии τό πόρισμα τής ἐπιτροπής· обвинительное \заключение юр. τό κατηγορητήριο· приходить к \заключениеию καταλήγω στό συμπέρασμα·
    4. (окончание \заключение в книге, речи) τό τέλος, ἡ κατακλείς· ◊ в \заключение τελειώνοντας, ἐν κατακλείδι.

    Русско-новогреческий словарь > заключение

  • 9 отступнби

    отступн||би́
    прил:
    \отступнбиые деньги ἡ χρηστική ἀποζημίωση γιά μή ἐκτέλεση συμφώνου· ◊ дать \отступнбиого πληρώνω ἀποζημίωση.

    Русско-новогреческий словарь > отступнби

  • 10 подписание

    подписание
    с ἡ ὑπογραφή:
    \подписание договора ἡ ὑπογραφή τοῦ συμφώνου.

    Русско-новогреческий словарь > подписание

  • 11 сговор

    сговор
    м
    1. ἡ συμφωνία, ἡ συνεννόηση / ἡ συνωμοσία (заговор):
    по \сговору ἀπό συμφώνου·
    2. (помолвка) уст. τό ἀρραβώνιασμα, τό δόσιμο λόγου, τό λογόστεμα.

    Русско-новогреческий словарь > сговор

  • 12 εκ

    (перед гласн. εξ) πρόθ. με γεν.
    1) (при обознач, места) из; с; εκ τού παραθύρου из окна; ανεχώρησεν εξ Αθηνών он выехал из Афин; αφίκετο εκ Παρισίων он прибыл из Парижа; κατέπεσεν εξ ΰψους δέκα μέτρων он упал с высоты десять метров; εκ δεξιών справа, с правой стороны; εξ αριστερών слева, с левой стороны; εκ τού πλησίον, εκ τού σύνεγγυς с близкого расстояния; εκ των πλαγίων сбоку; εκ των έμπροσθεν спереди; εκ των όπισθεν сзади, с тылу; 2) (при обознач, происхождения, источника): τα εκ τού εμπορίου κέρδη торговые доходы; κατάγεται εξ ευγενών он из дворян; κατάγεται εκ Πελοποννήσου он из Пелопоннеса; έλαβε τα χρήματα εκ τού ταμείου он получил деньги из кассы; 3) (при обознач, лица или предмета, которого касаются, который хватают, захватывают); τον ήρπασε εκ της κόμης он его схватил за волосы; κρατώ το παιδίον εκ της χειρός держать ребёнка за руку; 4) (при обознач, выбора или целого, часть которого выделяется) из; έν εκ των δύο одно из двух; εκ δεκαπέντε ψήφων έλαβε δέκα из пятнадцати голосов он получил десять; 5) (при обознач, материала или состава) из; οϊνος εκ σταφυλών виноградное вино; επιπλα εκ ξύλου δρυός дубовая мебель; λεξικόν εξ επτά τόμων словарь в семи томах; 6) (при обознач, причины) от; по; εκ χαράς от радости; εκ της οργής от гнева, ярости; θάνατος εξ ασιτίας смерть от голода, голодная смерть; εξ αγνοίας по незнанию; εξ αμελείας по легкомыслию; τον ανεγνώρισα εκ τού χρώματος της κόμης του я его узнал по цвету волос; εξ αιτίας из-за; вследствие; по причине; εξ αίτιας του благодаря ему; из-за него; по его вине; 7) (при обознач, времени) с; εξ αρχής или ξαρχής сначала; εξ υστερης затем, после; εξ αμνημονεύτων χρόνων с незапамятных времён; εξ απαλών ονύχων с юных лет; 8) (при обознач, превращения, перемены, изменения) из; ανέστη εκ νεκρών он воскрес из мёртвых; έγινε εξ αγαθοό κακός из доброго он стал злым; 9) (при обознач, родства): συγγενής εκ πατρός родственник по отцу; 10) (входит в состав наречных выражений): εξ άλλου вместе с тем; между прочим; εξ ονόματος μου от своего имени; εκ μέρους μου я со своей стороны, с моей стороны; εξ όψεως с виду; по виду; εξ ακοής понаслышке; εξ ανάγκης по необходимости; вынужденно; εξ Άπαντος или εξάπαντος безусловно, непременно; ως εκ τούτου вследствие этого; εξ ίσου или εξίσου поровну; в такой же мере; одинаково; εξ απρόοπτου внезапно, неожиданно;

    εκ του αφανούς — незаметно; — невидимо;

    εκ συμφώνου по соглашению;
    εκ των ενόντων исходя из обстоятельств, исходя из наших возможностей; θα εξοικονομήσουμε εκ των ενόντων что-нибудь придумаем; как-нибудь выйдем из положения; εκ πείρας по опыту; εκ νέου снова, заново; μάχη εκ τού συστάδην врукопашную; εκ ταχείας быстро

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκ

  • 13 καταγγελία

    η
    1) донос; жалоба (в суд); 2) дип денонсирование, денонсация;

    καταγγελία του συμφώνου — денонсирование договора

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καταγγελία

  • 14 μονογράφηση

    [-ις (-εως)] η подписывание инициалами (документа); визирование;
    ; парафирование;

    η μονογράφηση τού συμφώνου ( — или της συνθήκης) — парафирование договора

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μονογράφηση

  • 15 ратификация

    θ.
    επικύρωση•

    ратификация пакта о ненападении επικύρωση του συμφώνου μη επίθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > ратификация

  • 16 σύμφωνος

    A agreeing in sound, harmonious, Ar.Av. 221 (anap.), 659 (anap.);

    Χορδαί h.Merc. 51

    ;

    μέλος S.Ichn.319

    ; echoing to cries, Id.OT 421; of a musical accompanist, AP9.584.
    2 as musical term, in concord or unison with, Pl.Ti. 80a, Lg. 812d;

    σ. φθόγγοι Thphr.Fr.89.7

    ; distd. from ἀντίφωνος and ὁμόφωνος, Arist.Pr. 918b30, 921a7; distd. (as epith. of fifths, fourths, etc.) from ὁμόφωνος (of octaves, double octaves, etc.) and ἐμμελής (of smaller intervals), Ptol.Harm.1.7; τὸ σ., = συμφωνία, Pl.Phlb. 56a.
    3 τὰ ς. consonants, D.T.631.12, A.D. Pron.11.2, al., Heph.1.1, etc.
    4 having the same speech, Philostr. VA5.36.
    II metaph., harmonious, in harmony or proportion,

    τίνες σ. ἀριθμοί, καὶ τίνες οὔ Pl.R. 531c

    ;

    σ. φοραί Arist. de An. 406b31

    ;

    ὁ βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Pl.La. 188d

    ; of a person,

    σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Plb.31.25.8

    ; τὸ ς. harmonious order, Arist.Mu. 396b8.
    2 harmonious, agreeing, friendly,

    ἡσυχία Pi.P.1.70

    ;

    δεξιώματα S.OC 619

    ; σ. τινί in harmony or agreement with,

    σ. αὐτὰ αὑτοῖς Pl.R. 380c

    ;

    σύμφωνα οἷς ἔλεγες Id.Grg. 457e

    ;

    σ. τῷ ὀνόματι Id.Cra. 395e

    , cf. 436c, Gal.16.790 ([comp] Comp.);

    ἡδοναὶ.. σ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις Pl.Lg. 696c

    , cf. Thphr.CP6.11.14; esp. concordant, of theory with observed fact, Id.Ign.61;

    σ. τοῖς φαινομένοις Epicur. Ep.2p.52U.

    ,Nat.11.10 ([comp] Comp.), al. (and so Adv., - νως τοῖς φ. Id.Ep.2p.36U.); rarely with πρός, as πρὸς ἀρετήν, Pl.Ep. 332d;

    σταθμοῖς καὶ μέτροις συμφώνοις ποτὶ τὰ δαμόσια IG5(1).1390.100

    (Andania, i B.C.): c. gen.,

    ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα Pl.Phlb. 11b

    ; ἐγένετο πᾶσι σύμφωνον περί τινος they were agreed, Plb.23.4.8; σ. ἐστί τινι πρός τινα Id.6.36.5: rarely of persons,

    σ. γενέσθαι περι τινων Id.18.9.5

    ;

    σ. εἶναί τισι Id.30.8.7

    ; of planets, in harmony, Vett. Val.37.25. Adv.

    - νως Pl.Epin. 974c

    , D.S.15.18, Herod.Med. in Rh.Mus.49.555, 58.86; τινι D.S.1.98, cf. LXX 4 Ma.14.6;

    σ. ἔχειν τινί Ptol.Geog.1.17.2

    .
    III σύμφωνος, , = συμφωνιακή 11, Aret.CD2.5; name of a cough-mixture used by Antonius Musa, Gal.13.61.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμφωνος

  • 17 ἐπαναδιπλασιασμός

    A doubling,

    τοῦ αὐτοῦ συμφώνου EM605.17

    ; repetition, Eliasin Porph.20.22.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναδιπλασιασμός

  • 18 σύμφωνος

    σύμφωνος, ον (s. συμφωνία; Hom. Hymns, Pla. et al.; ins, pap, 4 Macc; Ar. 13, 5; Tat. 25, 2; Ath.; adv. συμφώνως Ath., R. 23 p. 77, 4)
    pert. to being in tune with, attuned to, harmonious, in imagery IEph 4:1, 2; 5:1.
    pert. to being in agreement, agreeing (EpArist 302; Jos., C. Ap. 2, 169, Ant. 15, 408); subst. τὸ σύμφωνον agreement (Philo): ἐκ συμφώνου by agreement (PLond II, 334, 19 p. 211 [166 A.D.]; PHamb 15, 8; PStras 14, 13; BGU 446, 13 al. in pap) 1 Cor 7:5.—M-M. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σύμφωνος

  • 19 ἄν

    1
    I. ἄν (after relatives ἐάν [q.v.] is oft. used for ἄν, but the mss. vary greatly, s. B-D-F §107; 377; Mlt. 42ff, 165ff; Mayser 152f; Crönert 130f; Thackeray 67; Dssm., NB 30ff [BS 202ff]). A particle peculiar to Gk. (Hom.+) denoting aspect of contingency, incapable of translation by a single English word; it denotes that the action of the verb is dependent on some circumstance or condition; the effect of ἄν upon the meaning of its clause depends on the mood and tense/aspect of the verb w. which it is used. The NT use of ἄν corresponds in the main to older Gk., although the rich variety of its employment is limited, as is generally the case in later Greek. In certain constructions (s. aβ) an aspect of certainty is indicated, suggesting the gloss would. In most other instances aspects of varying possibility or conditionality find expression in ways that can be rendered ever, but with other glosses required when ἄν is used in conjunction with other particles.
    ἄν w. aor. or impf. indic.
    α. denoting repeated action in past time, but only under certain given conditions, esp. after relatives (B-D-F §367; Rob. index): aor. (Gen 30:42; Num 9:17; 1 Km 14:47; Ezk 10:11) ὅσοι ἂν ἥψαντο αὐτοῦ, ἐσῴζοντο whoever touched him was cured Mk 6:56. Impf. (Ezk 1:20; 1 Macc 13:20; Tob 7:11) ὅπου ἂν εἰσεπορεύετο εἰς κώμας wherever he went (as he was accustomed to do—ADebrunner, D. hellenist. Nebensatziterativpräteritum mit ἄν: Glotta 11, 1920, 1–28) into villages Mk 6:56. καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν as anyone was in need Ac 2:45; 4:35. Similarly ὡς ἂν ἤγεσθε (v.l. ἀνήγεσθε) 1 Cor 12:2. Cp. also ὅταν 1bγ and δ.
    β. in the apodosis of a contrary to fact (unreal) condition w. εἰ (B-D-F §360; but ἄν is not always used [s. the vv.ll. J 18:36]: §360, 1; Mlt. 199ff; PMelcher, De sermone Epicteteo 1905, 75); it is found
    א. w. impf. (4 Macc 17:7; Bar 3:13; ParJer 5:20; GrBar 6:6; ApcMos 39) οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἄν if he were a prophet, he would (now) know (but he does not) Lk 7:39. εἰ ἔχετε πίστιν …, ἐλέγετε ἄν if you had faith …, you would say 17:6. εἰ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί J 5:46. εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ἄν ᾔδειτε 8:19; cp. vs. 42; 9:41; 15:19. εἰ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην Gal 1:10; cp. 3:21. εἰ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα 1 Cor 11:31. εἰ ἦν ἐπὶ γῆς, οὐδʼ ἂν ἦν ἱερεύς if he were on earth, he would not even be a priest Hb 8:4; cp. 4:8; 8:7; 11:15.
    ב. w. aor., placing the assumption in the past (Gen 30:27; Wsd 11:25; Jdth 11:2; 4 Macc 2:20; TestJob 7:9 al.; ParJer 5:5; GrBar 8:7; PGiss 47, 17) εἰ ἐγένοντο αἱ δυνάμεις, πάλαι ἂν … μετενόησαν if the miracles had been performed, they would long ago have repented Mt 11:21. εἰ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν ἐσταύρωσαν 1 Cor 2:8; cp. Ro 9:29 (Is 1:9). εἰ ἐγνώκειτε, οὐκ ἂν κατεδικάσατε if you had recognized, you would not have condemned Mt 12:7. εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἄν if you loved me, you would have rejoiced J 14:28; cp. 11:21. The plpf. for aor. indic. (PGiss 79 II, 6 εἰ δυνατόν μοι ἦν, οὐκ ἂν ὠκνήκειν; BGU 1141, 27f) εἰ ἦσαν, μεμενήκεισαν ἄν 1J 2:19; cp. J 11:21 v.l.—In κἀγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν αὐτὸ ἔπραξα Lk 19:23, ἐλθών functions as an unreal-temporal protasis (B-D-F §360, 2); cp. καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμόν Mt 25:27. Sim. ἐπεὶ οὐκ ἂν ἐπαύσαντο προσφερόμεναι; where ἐπεί functions as protasis, otherwise (i.e. if the sacrifices had really brought about a lasting atonement) would they not have ceased to offer sacrifices? Hb 10:2.
    ἄν w. subjunc. after relatives, the rel. clause forming virtually the protasis of a conditional sentence (B-D-F §380, 1) of the future more vivid or present general type.
    α. w. fut. or impf. in apodosis, to show that the condition and its results are thought of as in the future, of single and repeated action (IG XIV, 865 [VI B.C.] ὸ̔ς δʼ ἄν με κλέψῃ, τυφλὸς ἔσται; TestAbr B 4 p. 109, 10 [Stone p. 66]). ὸ̔ς δʼ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται but whoever does and teaches=if a person does and teaches it Mt 5:19. ὸ̔ς ἂν ἐσθίῃ …, ἔνοχος ἔσται 1 Cor 11:27. οὓς ἐὰν (v.l. ἂν) δοκιμάσητε, τούτους πέμψω 16:3—Mt 10:11; 1 Cor 16:2.
    β. w. pres. in apodosis, to show that the condition and its results involve repeated action, regardless of the time element: ἃ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ whatever he does, the Son does likewise J 5:19. ὅπου ἐὰν (v.l. ἂν) αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν wherever it seizes him Mk 9:18. ὑμῖν ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία …, ὅσους ἂν προσκαλέσηται κύριος Ac 2:39. ὸ̔ς ἐὰν (v.l. ἂν) βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ θεοῦ καθίσταται whoever wishes to be a friend of the world Js 4:4. Cp. ὅπου ἄν 3:4 v.l.—Where ὅς or ὅστις appears w. subj. without ἄν (but cp. IG XII/1, 671 ὸ̔ς ἀνασπαράξῃ τ. τάφον; CPR I, 24, 33; 25, 19; AcThom 93 [Aa II/2, 206], 19; Is 7:2; 31:4), the reading that gives the fut. ind. is prob. the right one: ὅστις τηρήσῃ (v.l.-σει) Js 2:10. ὅσοι (without ἄν PPetr I, 13, 3;5; CPR I, 237, 3; IPergamon 249, 26 ὅσοι … ἐγλίπωσι τὴν πόλιν; Vett. Val. 125, 16): ὅσοι μετανοήσωσιν καὶ καθαρίσωσιν Hs 8, 11, 3 (s. W. and Joly app. for the textual tradition). See Reinhold 108; B-D-F §380, 4.
    In temporal clauses ἄν is found w. the subjunct. when an event is to be described which can and will occur, but whose occurrence cannot yet be assumed w. certainty. So
    α. ὅταν (=ὅτε ἄν; s. ὅταν) w. pres. subjunct. to indicate regularly recurring action (Wsd 12:18): ὅταν ἄρτον ἐσθίωσιν whenever they eat bread Mt 15:2. ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος whenever he tells a lie J 8:44. ὅταν λέγῃ τις whenever anyone says 1 Cor 3:4.—W. aor. subjunct. to express action in the future which is thought of as already completed (Sir Prol. ln. 22; Tob 8:21) ὅταν ποιήσητε πάντα when you have done Lk 17:10. ὅταν ἔλθῃ ὁ κύριος when the owner has come Mt 21:40; ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ Mk 8:38; cp. J 4:25; 16:13; Ac 23:35. ὅταν πάλιν εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον Hb 1:6.
    β. ἡνίκα ἄν every time that (Ex 1:10; 33:22; 34:24 al.; POxy 104, 26 [96 A.D.]; PTebt 317, 18 [174/75] ἡνίκα ἐὰν εἰς τὸν νόμον παραγένηται). ἡνίκα ἂν (also ἐάν mss.) ἀναγινώσκηται Μωϋσῆς every time that Moses is read aloud 2 Cor 3:15; cp. vs. 16.
    γ. ὁσάκις ἐάν as often as: ὁσάκις ἐὰν (also ἄν mss.) πίνητε 1 Cor 11:25. ὁσάκις ἐὰν (also ἄν mss.) ἐσθίητε vs. 26.
    δ. ὡς ἄν as soon as (PHib 59, 2 [c. 245 B.C.] ὡς ἂν λάβῃς; 66, 4; PEleph 9, 3 [III B.C.]; PParis 46, 18 [143 B.C.]; BGU 1209, 13 [23 B.C.]; Josh 2:14; Jdth 11:15; 1 Macc 15:9): ὡς ἂν πορεύωμαι as soon as I travel Ro 15:24. ὡς ἂν ἔλθω as soon as I come 1 Cor 11:34. ὡς ἂν ἀφίδω τὰ περὶ ἐμέ as soon as I see how it will go with me Phil 2:23. ὡς ἐάν (PFay 111, 16 [95/96]) Hv 3, 8, 9; 3, 13, 2.—ἀφʼ οὗ ἄν after Lk 13:25.—In the case of temporal particles indicating a goal, viz. ἕως οὗ, ἄχρις (οὗ), μέχρις (οὗ), the mss. show considerable variation; the addition of ἄν is prob. correct only in rare cases (see B-D-F §383, 2). Only ἕως ἄν (PPetr II, 40a, 28 [III B.C.] ἕως ἂν ὑγιαίνοντας ὑμᾶς ἴδωμεν; Gen 24:14, 19; 49:10; Ex 23:30 al.) has certain attestation: μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε stay until you go away Mt 10:11. ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ Lk 9:27.—Mt 2:13; 5:26. ἕως ἂν λάβῃ Js 5:7 v.l.—ἄχρις οὗ (+ ἄν v.l.) ἔλθῃ 1 Cor 11:26. ἄχρις οὗ (+ ἄν v.l.) θῇ 15:25; ἄχρις οὗ ἂν ἥξω Rv 2:25 (v.l. ἄχρι). ἄχρις ἂν ἔλθῃ (cp. BGU 830, 13 [I A.D.] ἄχρις ἄν σοι ἔλθω) Gal 3:19 v.l.—πρὶν ἄν: πρὶν ἢ ἂν (vv.ll. πρὶν ἄν, πρὶν ἢ, only πρὶν or ἕως ἂν) ἴδῃ τὸν Χριστόν Lk 2:26 (B-D-F §383, 3).
    In purpose clauses the Attic (EHermann, Griech. Forschungen I, 1912, 267f; JKnuenz, De enuntiatis Graec. finalibus 1913, 13ff; 26ff) ὅπως ἄν, esp. freq. in earlier ins (Meisterhans3-Schw. 254), has become quite rare (LXX still rather often: Gen 18:19; 50:20; Ex 33:13; Jer 7:23 al.) ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν διαλογισμοί Lk 2:35. ὅπως ἂν ἔλθωσιν καιροί Ac 3:20.—15:17 (Am 9:12 v.l.); Ro 3:4 (Ps 50:6); Mt 6:5 v.l.
    The opt. w. ἄν in a main clause (potential opt.) has almost wholly disappeared; a rare ex. is εὐξαίμην (v.l. εὐξάμην) ἄν Ac 26:29 in Paul’s speech before Agrippa (literary usage; s. B-D-F §385, 1; also Rob. 938; Themist. 6 p. 80 D.—On the rarity of the potential opt. in pap, LXX, Apost. Fathers see CHarsing, De Optat. in Chartis Aeg. Usu, diss. Bonn 1910, 28; Reinhold 111). Cp.—also in the literary lang. of Lk—direct rhetor. questions (Gen 23:15; Job 19:23; Sir 25:3; 4 Macc 7:22; 14:10 v.l.; TestJob 13:5 τίς ἄν δώῃ 35:5) πῶς γὰρ ἂν δυναίμην; Ac 8:31. τί ἂν θέλοι οὗτος λέγειν; 17:18. Dg has also preserved the opt. as a mark of elegant style (2:3, 10; 3:3f; 4:5; 7:2f; 8:3). MPol 2:2 has τίς οὐκ ἂν θαυμάσειεν;—More freq. in an indirect question, after an impf. or histor. pres. (B-D-F §386, 1; Rob. 938f) τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτό what he wanted the child’s name to be Lk 1:62. τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει J 13:24. τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν which of them was the greatest Lk 9:46; cp. 18:36 v.l. τί ἂν ποιήσαιεν τῷ Ἰησοῦ what they should do to Jesus 6:11. τί ἂν γένοιτο τοῦτο Ac 5:24. τί ἂν εἴη τὸ ὅραμα 10:17. (IMagnMai 215 [I A.D.] ἐπερωτᾷ … τί ἂν ποιήσας … ἀδεῶς διατελοίη; Esth 3:13c πυθομένου δέ μου … πῶς ἂν ἀχθείη τοῦτο.)
    The use of ἄν w. inf. and ptc., freq. in earlier Gk., is not found in the NT at all (B-D-F §396); ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν (or ὡσὰν, q.v.) ἐκφοβεῖν ὑμᾶς 2 Cor 10:9 is surely to be expl. in such a way that ὡς ἂν=Lat. quasi: I would not want it to appear as if I were frightening you; s. B-D-F §453, 3; Mlt. 167.—On εἰ μήτι ἂν (sc. γένηται) ἐκ συμφώνου except perhaps by agreement 1 Cor 7:5 s. B-D-F §376; Mlt. 169.—M-M.
    2
    II. ἄν for ἐάν is rare in Hellen. Gk. (B-D-F §107; Mlt. 43 n. 2; cp. Hyperid. 4, 5; 5, 15; Teles p. 31, 6; Plut., Mor. 547a; Epict., index Schenkl; pap [Mayser 152]; ins, esp. of the Aegean Sea [Rdm.2 198, 3; s. also SIG index IV 204]; 1 Esdr 2:16; 4 Macc 16:11; Jos., Ant. 4, 70; 219; Test12Patr; Mel. Fgm. 8b 24), but appears J 13:20; 16:23; 20:23; as v.l. 5:19; 9:22; 12:32; 19:12; Ac 9:2; and IMg 10:1.—Mlt. 63, 1.—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄν

  • 20 ἐκ

    ἐκ, before vowels ἐξ, prep. w. gen. (Hom.+; s. lit. s.v. ἀνά and εἰς beg.)
    marker denoting separation, from, out of, away from
    w. the place or thing fr. which separation takes place. Hence esp. w. verbs of motion ἀναβαίνω, ἀναλύω, ἀνίστημι, ἐγείρομαι, εἰσέρχομαι, ἐκβάλλω, ἐκπορεύομαι, ἐξέρχομαι, ἔρχομαι, ἥκω, καταβαίνω, μεταβαίνω, ῥύομαι, συνάγω, φεύγω; s. these entries. καλεῖν ἐξ Αἰγύπτου Mt 2:15 (Hos 11:1); ἐκ σκότους 1 Pt 2:9. αἴρειν ἐκ τ. κόσμου J 17:15. ἐξαλείφειν ἐκ τῆς βίβλου Rv 3:5 (Ex 32:32f; Ps 68:29). ἀποκυλίειν τ. λίθον ἐκ τ. θύρας Mk 16:3; cp. J 20:1; Rv 6:14; σῴζειν ἐκ γῆς Αἰγ. Jd 5; διασῴζειν ἐκ τ. θαλάσσης Ac 28:4. παραγίνεσθαι ἐξ ὁδοῦ arrive on a journey (lit. from, i.e. interrupting a journey) Lk 11:6; fig. ἐπιστρέφειν ἐξ ὁδοῦ bring back fr. the way Js 5:20; cp. 2 Pt 2:21. ἐκ τῆς χειρός τινος (Hebraistically מִיַּד פּ׳, oft. LXX; s. B-D-F §217, 2; Rob. 649) from someone’s power ἐξέρχεσθαι J 10:39; ἁρπάζειν 10:28f (cp. Plut., Ages. 615 [34, 6] ἐκ τῶν χειρῶν τῶν Ἐπαμινώνδου τ. πόλιν ἐξαρπάσας; JosAs 12:8 ἅρπασόν με ἐκ χειρὸς τοῦ ἐχθροῦ); ἐξαιρεῖσθαι Ac 12:11 (cp. Aeschin. 3, 256 ἐκ τ. χειρῶν ἐξελέσθαι τῶν Φιλίππου; Sir 4:9; Bar 4:18, 21 al.); ῥύεσθαι Lk 1:74; cp. vs. 71 (Ps 105:10; Wsd 2:18; JosAs 12:10); εἰρυσταί σε κύριος ἐκ χειρὸς ἀνόμου AcPlCor 1:8 (cp. ἐκ τούτων ἄπαντων PsSol 13:4).—After πίνειν, of the object fr. which one drinks (X., Cyr. 5, 3, 3): ἐκ τ. ποτηρίου Mt 26:27; Mk 14:23; 1 Cor 11:28; cp. 10:4; J 4:12. Sim. φαγεῖν ἐκ τ. θυσιαστηρίου Hb 13:10.
    w. a group or company fr. which separation or dissociation takes place (Hyperid. 6, 17 and Lucian, Cyn. 13 ἐξ ἀνθρώπων) ἐξολεθρεύειν ἐκ τοῦ λαοῦ Ac 3:23 (Ex 30:33; Lev 23:29). συμβιβάζειν ἐκ τ. ὄχλου 19:33; ἐκλέγειν ἐκ τ. κόσμου J 15:19; cp. Mt 13:41, 47; Ac 1:24; 15:22; Ro 9:24. For ἐκ freq. ἐκ μέσου Mt 13:49; Ac 17:33; 23:10; 1 Cor 5:2; 2 Cor 6:17 (cp. Ex 31:14).—ἀνιστάναι τινὰ ἔκ τινων Ac 3:22 (Dt 18:15); ἐκ νεκρῶν 17:31. ἐγείρειν τινὰ ἐκ νεκρῶν J 12:1, 9, 17; Ac 3:15; 4:10; 13:30; Hb 11:19; AcPlCor 2:6; ἀνίστασθαι ἐκ νεκρῶν Ac 10:41; 17:3; ἀνάστασις ἐκ νεκρ. Lk 20:35; 1 Pt 1:3; cp. Ro 10:7. Also s. ἠρεμέω.
    of situations and circumstances out of which someone is brought, from: ἐξαγοράζειν ἔκ τινος redeem fr. someth. Gal 3:13; also λυτροῦν (cp. Sir 51:2) 1 Pt 1:18; σῴζειν ἔκ τινος save fr. someth. J 12:27; Hb 5:7; Js 5:20 (Od. 4, 753; MLetronne, Recueil des Inscr. 1842/8, 190; 198 σωθεὶς ἐκ; SIG 1130, 1f; UPZ 60:6f [s. διασῴζω]; PVat A, 7 [168 B.C.]=Witkowski 36, 7 διασεσῶσθαι ἐκ μεγάλων κινδύνων; Sir 51:11; EpJer 49; JosAs 4:8 ἐκ τοῦ … λιμοῦ); ἐξαιρεῖσθαι Ac 7:10 (cp. Wsd 10:1; Sir 29:12). τηρεῖν ἔκ τινος keep from someth. Rv 3:10; μεταβαίνειν ἔκ τινος εἴς τι J 5:24; 1J 3:14; μετανοεῖν ἔκ τινος repent and turn away fr. someth. Rv 2:21f; 9:20f; 16:11. ἀναπαύεσθαι ἐκ τ. κόπων rest fr. one’s labors 14:13. ἐγείρεσθαι ἐξ ὕπνου wake fr. sleep (Epict. 2, 20, 15; Sir 22:9; cp. ParJer 5:2 οὐκ ἐξυπνίσθη ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ) Ro 13:11. ζωὴ ἐκ νεκρῶν 11:15. ζῶντες ἐκ νεκρῶν people who have risen fr. death to life 6:13 (cp. Soph., Oed. R. 454; X., An. 7, 7, 28; Demosth. 18, 131 ἐλεύθερος ἐκ δούλου καὶ πλούσιος ἐκ πτωχοῦ γεγονώς; Palaeph. 3, 2). S. ἀνάστασις 2b.
    of pers. and things with whom a connection is severed or is to remain severed: τηρεῖν αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ keep them fr. the evil one J 17:15; cp. Ac 15:29. Pregnant constr.: ἀνανήφειν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος 2 Ti 2:26. νικᾶν ἔκ τινος free oneself from … by victory Rv 15:2 (for possible Latinism s. reff. to Livy and Velleius Paterculus in OLD s.v. ‘victoria’; but s. also RCharles, ICC Rv II, 33). ἐλεύθερος ἐκ 1 Cor 9:19 (cp. Eur., Herc. Fur. 1010 ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα ‘freeing our feet from flight’ [=we recovered from our flight]). καθαρός εἰμι ἐγὼ ἐξ αὐτῆς I practiced abstinence with her GJs 15:4.
    marker denoting the direction fr. which someth. comes, from καταβαίνειν ἐκ τοῦ ὄρους (Il. 13, 17; X., An. 7, 4, 12; Ex 19:14; 32:1 al.; JosAs 4:1 ἐκ τοῦ ὑπερῴου) Mt 17:9. θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται Lk 21:18. ἐκπίπτειν ἐκ τ. χειρῶν Ac 12:7. διδάσκειν ἐκ τοῦ πλοίου Lk 5:3. ἐκ τῆς βάτου χρηματισμοῦ διδομένου 1 Cl 17:5 (cp. Just., A I, 62:3). ἐκ τῆς πρύμνης ῥίψαντες τὰς ἀγκύρας Ac 27:29. κρέμασθαι ἔκ τινος (Hom. et al.; 1 Macc 1:61; 2 Macc 6:10; Jos., Ant. 14, 107) 28:4. ἐκ ῥιζῶν to (lit. from) its roots (Job 28:9; 31:12) Mk 11:20; B 12:9.—Since the Greek feeling concerning the relation betw. things in this case differed fr. ours, ἐκ could answer the question ‘where?’ (cp. Soph., Phil. 20; Synes., Ep. 131 p. 267a ἐκ τῆς ἑτέρας μερίδος=on the other side; BGU 975, 11; 15 [45 A.D.]; PGM 36, 239; LXX; JosAs 16:12 εἱστήκει … ἐξ εὐωνύμων; 22:7) ἐκ δεξιῶν at (on) the right (δεξιός 1b) Mt 20:21, 23; 22:44 (Ps 109:1); 25:33; Lk 1:11; Ac 2:25 (Ps 15:8), 34 (Ps 109:1); 7:55f; B 11:10. ἐξ ἐναντίας opposite Mk 15:39 (Hdt. 8, 6, 2; Thu. 4, 33, 1; Mitt-Wilck. I/2, 461, 6; Sir 37:9; Wsd 4:20 al.); ὁ ἐξ ἐναντίας the opponent (Sext. Emp., Adv. Phys. 1, 66 [=Adv. Math. 9, 66]; 2, 69 [=Adv. Math. 10, 69], Adv. Eth. 1, 25; Bias in Diog. L. 1, 84) Tit 2:8.—ἐκ τοῦ κατωτάτου ᾅδου … προσευχομένου Ἰωνᾶ AcPlCor 2:30.
    marker denoting origin, cause, motive, reason, from, of
    in expr. which have to do w. begetting and birth from, of, by: ἐκ introduces the role of the male (Ps.-Callisth. 1, 9 ἐκ θεοῦ ἔστι; JosAs 21:8 συνέλαβεν Ἀσενὲθ ἐκ τοῦ Ἰωσήφ; Tat. 33, 3 συλλαμβάνουσιν ἐκ φθορέως; Ath. 22, 4 ἐκ τοῦ Κρόνου; SIG 1163, 3; 1169, 63; OGI 383, 3; 5 [I B.C.]) ἐν γαστρὶ ἔχειν ἔκ τινος Mt 1:18. κοίτην ἔχειν ἔκ τινος Ro 9:10; also of the female (SIG 1160, 3; PEleph 1, 9 [311/10 B.C.] τεκνοποιεῖσθαι ἐξ ἄλλης γυναικός; PFay 28, 9 γεννᾶσθαι ἐκ; Demetr.: 722 Fgm. 1, 14 Jac.; Jos., Ant. 1, 191; Ath. 20, 3 ἐξ ἧς παῖς Διόνυσος αὐτῷ) γεννᾶν τινα ἐκ beget someone by (a woman; s. γεννάω 1a) Mt 1:3, 5, etc. ἐκ Μαρίας ἐγεννῄθη AcPlCor 1:14; 2:5; γίνεσθαι ἐκ γυναικός (Jos., Ant. 11, 152; Ar. 9, 7) Gal 4:4; cp. vs. 22f.—γεννᾶσθαι ἐξ αἱμάτων κτλ. J 1:13; ἐκ τ. σαρκός 3:6; ἐκ πορνείας 8:41. ἐγείρειν τινὶ τέκνα ἐκ Mt 3:9; Lk 3:8. (τὶς) ἐκ καρποῦ τ. ὀσφύος αὐτοῦ Ac 2:30 (Ps 131:11). γεννᾶσθαι ἐκ τ. θεοῦ J 1:13; 1J 3:9; 4:7; 5:1, 4, 18 (Just., A I, 22, 2); ἐκ τ. πνεύματος J 3:6 (opp. ἐκ τ. σαρκός). εἶναι ἐκ τοῦ θεοῦ (Menand., Sam. 602 S. [257 Kö.]) J 8:47; 1J 4:4, 6; 5:19; opp. εἶναι ἐκ τ. διαβόλου J 8:44; 1J 3:8 (cp. OGI 90, 10 of Ptolemaeus Epiphanes ὑπάρχων θεὸς ἐκ θεοῦ κ. θεᾶς).
    to denote origin as to family, race, city, people, district, etc.: ἐκ Ναζαρέτ J 1:46. ἐκ πόλεως vs. 44. ἐξ οἴκου Lk 1:27; 2:4. ἐκ γένους (Jos., Ant. 11, 136) Phil 3:5; Ac 4:6. ἐκ φυλῆς (Jos., Ant. 6, 45; 49; PTebt I, 26, 15) Lk 2:36; Ac 13:21; 15:23; Ro 11:1. Ἑβρ. ἐξ Ἑβραίων a Hebrew, the son of Hebrews Phil 3:5 (Goodsp., Probs., 175f; on the connotation of ancestral ἀρετή Phil 3:5 cp. New Docs VII 233, no. 10, 5). ἐκ σπέρματός τινος J 7:42; Ro 1:3; 11:1. ἐξ ἐθνῶν Ac 15:23; cp. Gal 2:15. Cp. Lk 23:7; Ac 23:34. ἐκ τ. γῆς J 3:31. For this ἐκ τῶν κάτω J 8:23 (opp. ἐκ τ. ἄνω). ἐκ (τούτου) τ. κόσμου 15:19ab; 17:14; 1J 2:16; 4:5. ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων Mt 21:25; Mk 11:30.—To express a part of the whole, subst.: οἱ ἐξ Ἰσραήλ the Israelites Ro 9:6. οἱ ἐξ ἐριθείας selfish, factious people 2:8. οἱ ἐκ νόμου partisans of the law 4:14; cp. vs. 16. οἱ ἐκ πίστεως those who have faith Gal 3:7, 9; cp. the sg. Ro 3:26; 4:16. οἱ ἐκ περιτομῆς the circumcision party Ac 11:2; Ro 4:12; Gal 2:12. οἱ ἐκ τῆς περιτομῆς Tit 1:10. For this οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς Col 4:11. οἱ ἐκ τ. συναγωγῆς members of the synagogue Ac 6:9. οἱ ἐκ τῶν Ἀριστοβούλου Ro 16:10f. οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας Phil 4:22 (s. Καῖσαρ and οἰκία 3). In these cases the idea of belonging, the partisan use, often completely overshadows that of origin; cp. Dg 6:3.
    to denote derivation (Maximus Tyr. 13, 3f φῶς ἐκ πυρός; Ath. 18:3 γένεσιν … ἐξ ὕδατος) καπνὸς ἐκ τ. δόξης τ. θεοῦ Rv 15:8 (cp. EpJer 20 καπνὸς ἐκ τ. οἰκίας). ἡ σωτηρία ἐκ τ. Ἰουδαίων ἐστίν J 4:22. εἶναι ἔκ τινος come, derive from someone or someth. (Jos., Ant. 7, 209) Mt 5:37; J 7:17, 22; 1J 2:16, 21; εἶναι is oft. to be supplied Ro 2:29; 11:36; 1 Cor 8:6 ( Plut., Mor. 1001c); 11:12; 2 Cor 4:7; Gal 5:8. ἔργα ἐκ τοῦ πατρός J 10:32. οἰκοδομὴ ἐκ θεοῦ 2 Cor 5:1; χάρισμα 1 Cor 7:7; δικαιοσύνη Phil 3:9. φωνὴ ἐκ τ. στόματος αὐτοῦ Ac 22:14. Here belongs the constr. w. ἐκ for the subj. gen., as in ἡ ἐξ ὑμῶν (v.l.) ἀγάπη 2 Cor 8:7; ὁ ἐξ ὑμῶν ζῆλος 9:2 v.l.; Rv 2:9 (cp. Vett. Val. 51, 16; CIG II 3459, 11 τῇ ἐξ ἑαυτῆς κοσμιότητι; pap. [Rossberg 14f]; 1 Macc 11:33 χάριν τῆς ἐξ αὐτῶν εὐνοίας; 2 Macc 6:26). ἐγένετο ζήτησις ἐκ τ. μαθητῶν Ἰωάννου there arose a discussion on the part of John’s disciples J 3:25 (Dionys. Hal. 8, 89, 4 ζήτησις πολλὴ ἐκ πάντων ἐγένετο; Appian, Bell. Civ. 2, 24 §91 σφαγή τις ἐκ τῶν στρατιωτῶν ἐγένετο).
    of the effective cause by, because of (cp. the ‘perfectivizing’ force of ἐκ and other prepositions in compounds, e.g. Mt 4:7; Mk 9:15. B-D-F §318, 5)
    α. personal in nature, referring to originator (X., An. 1, 1, 6; Diod S 19, 1, 4 [saying of Solon]; Arrian, Anab. 3, 1, 2; 4, 13, 6 of an inspired woman κατεχομένη ἐκ τοῦ θείου; Achilles Tat. 5, 27, 2; SibOr 3, 395; Just.: A I, 12, 5 ἐκ δαιμόνων φαύλων … καὶ ταῦτα … ἐνεργεῖσθαι, also D. 18, 3; Nicetas Eugen. 7, 85 H. ἐκ θεῶν σεσωσμένη; Ps.-Clem., Hom. p. 7, 19 Lag. τὸν ἐκ θεοῦ σοι ἀποδιδόμενον μισθόν): ὠφελεῖσθαι ἔκ τινος Mt 15:5; Mk 7:11. ζημιοῦσθαι 2 Cor 7:9. λυπεῖσθαι 2:2. εὐχαριστεῖσθαι 1:11. ἀδικεῖσθαι Rv 2:11. ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα J 12:49 (cp. Soph., El. 344 οὐδὲν ἐξ σαυτῆς λέγεις).
    β. impersonal in nature (Arrian, Anab. 3, 21, 10 ἀποθνῄσκειν ἐκ τ. τραυμάτων; 6, 25, 4; JosAs 29:8 ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου; POxy 486, 32 τὰ ἐμὰ ἐκ τ. ἀναβάσεως τ. Νίλου ἀπολωλέναι): ἀποθανεῖν ἐκ τ. ὑδάτων Rv 8:11. πυροῦσθαι 3:18. σκοτοῦσθαι 9:2. φωτίζεσθαι 18:1. κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας J 4:6 (Aelian, VH 3, 23 ἐκ τοῦ πότου ἐκάθευδεν). ἔκαμον ἐκ τῆς ὁδοῦ GJs 15:1.
    of the reason which is a presupposition for someth.: by reason of, as a result of, because of (X., An. 2, 5, 5; Appian, Bell. Civ. 1, 42 §185 ἐκ προδοσίας; POxy 486, 28f ἐκ τῆς ἐπιστολῆς; Just., A I, 68, 3 ἐξ ἐπιστολῆς; numerous examples in Mayser II/2 p. 388; Philo, De Jos. 184 ἐκ διαβολῆς; Jos., Vi. 430; JosAs 11 παραλελυμένη … ἐκ τῆς πολλῆς ταπεινώσεως; Ar. 8, 6 ἐκ τούτων … τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς πλάνης; Just., A I, 4, 1 ἐκ τοῦ … ὀνόματος; also inf.: 33, 2 ἵνα … ἐκ τοῦ προειρῆσθαι πιστευθῇ 68, 3 al.): δικαιοῦσθαι ἔκ τινος Ro 4:2; Gal 2:16; 3:24; cp. Ro 3:20, 30 (cp. εἴ τις ἐκ γένους [δίκαι]ος=has the right of citizenship by descent [i.e. has the law on his side]: letter of MAurelius 34, ZPE 8, ’71, 170); οὐκ … ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ he does not live because of his possessions Lk 12:15. ἐκ ταύτης τ. ἐργασίας Ac 19:25. ἐξ ἔργων λαβεῖν τὸ πνεῦμα Gal 3:2, 5; cp. Ro 11:6. ἐξ ἀναστάσεως λαβεῖν τ. νεκρούς Hb 11:35. ἐσταυρώθη ἐξ ἀσθενείας 2 Cor 13:4. τὸ ἐξ ὑμῶν as far as it depends on you Ro 12:18.—ἐκ τοῦ πόνου in anguish Rv 16:10; cp. vs. 11; 8:13.—ἐκ τούτου for this reason, therefore (SIG 1168, 47; 1169, 18; 44; 62f; BGU 423, 17=Mitt-Wilck. I/2, 480, 17) J 6:66; 19:12.
    Sim. ἐκ can introduce the means which one uses for a definite purpose, with, by means of (Polyaenus 3, 9, 62 ἐξ ἱμάντος=by means of a thong) ἐκ τοῦ μαμωνᾶ Lk 16:9 (X., An. 6, 4, 9; PTebt 5, 80 [118 B.C.] ἐκ τ. ἱερῶν προσόδων; ParJer 1:7 [of Jerusalem] ἐκ τῶν χειρῶν σου ἀφανισθήτω; Jos., Vi. 142 ἐκ τ. χρημάτων); cp. 8:3.
    of the source, fr. which someth. flows or comes:
    α. λαλεῖν ἐκ τ. ἰδίων J 8:44. ἐκ τοῦ περισσεύματος τ. καρδίας Mt 12:34. τὰ ἐκ τ. ἱεροῦ the food from the temple 1 Cor 9:13. ἐκ τ. εὐαγγελίου ζῆν get one’s living by proclaiming the gospel vs. 14.
    β. information, insight, etc. (X., An. 7, 7, 43 ἐκ τῶν ἔργων κατέμαθες; Just., A I, 28, 1 ἐκ τῶν ἡμετέρων συγγραμμάτων … μαθεῖν 34, 2 al.) κατηχεῖσθαι ἐκ Ro 2:18. ἀκούειν ἐκ J 12:34. γινώσκειν Mt 12:33; Lk 6:44; 1J 3:24; 4:6. ἐποπτεύειν 1 Pt 2:12. δεικνύναι Js 2:18 (cp. ἀποδεικνύναι Just., D. 33, 1).
    γ. of the inner life, etc., fr. which someth. proceeds (since Il. 9, 486): ἐκ καρδίας Ro 6:17; 1 Pt 1:22 v.l. (cp. Theocr. 29, 4; M. Ant. 3, 3). ἐκ ψυχῆς Eph 6:6; Col 3:23 (X., An. 7, 7, 43, Oec. 10, 4; Jos., Ant. 17, 177; 1 Macc 8:27). ἐκ καθαρᾶς καρδίας 1 Ti 1:5; 2 Ti 2:22; 1 Pt 1:22. ἐξ ὅλης τ. καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τ. ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τ. διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τ. ἰσχύος σου Mk 12:30; cp. Lk 10:27 (Dt 6:5; cp. Wsd 8:21; 4 Macc 7:18; Epict. 2, 23, 42 ἐξ ὅλης ψυχῆς). ἐκ πίστεως Ro 14:23; cp. 2 Cor 2:17. Also of circumstances which accompany an action without necessarily being the source of it: γράφειν ἐκ πολλῆς θλίψεως write out of great affliction 2 Cor 2:4; Phil 1:17.
    of the material out of which someth. is made (Hdt. 1, 194; Pla., Rep. 10, 616c; OGI 194, 28 [42 B.C.] a statue ἐκ σκληροῦ λίθου; PMagd 42, 5 [221 B.C.]=PEnteux 83, 5; POxy 707, 28; PGM 13, 659; Wsd 15:8; 1 Macc 10:11; Jdth 1:2; En 99:13; JosAs 3:9; Just., A I, 59, 1) of, from στέφανος ἐξ ἀκανθῶν Mt 27:29; J 19:2; cp. 2:15; 9:6; Ro 9:21; 1 Cor 15:47; Rv 18:12; 21:21; perh. also 1 Cor 11:12 ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ ἀνδρός.
    of the underlying rule or principle according to, in accordance with (Hdt., Pla. et al. [Kühner-G. I 461g], also OGI 48, 12 [III B.C.] ἐκ τ. νόμων; PEleph 1, 12 [312/11 B.C.] ἐκ δίκης; PPetr III, 26, 9 ἐκ κρίσεως; LXX, e.g. 1 Macc 8:30; Jos., Ant. 6, 296 ἐκ κυνικῆς ἀσκήσεως πεποιημένος τὸν βίον) ἐκ τ. λόγων Mt 12:37 (cp. Wsd 2:20). ἐκ τ. στόματός σου κρινῶ σε by what you have said Lk 19:22 (cp. Sus 61 Theod.; also X., Cyr. 2, 2, 21 ἐκ τ. ἔργων κρίνεσθαι). ἐκ τῶν γεγραμμένων on the basis of things written Rv 20:12. ἐκ τ. καλοῦντος Ro 9:12. ἐκ τ. ἔχειν in accordance w. your ability 2 Cor 8:11. ἐξ ἰσότητος on the basis of equality vs. 13.
    marker used in periphrasis, from, of
    for the partitive gen. (B-D-F §164, 1 and 2; 169; Rob. 599; 1379).
    α. after words denoting number εἷς, μία, ἕν (Hdt. 2, 46, 2 ἐκ τούτων εἷς; POxy 117, 14ff [II/III A.D.] δύο … ἐξ ὧν … ἓν ἐξ αὐτῶν; Tob 12:15 BA; Sir 32:1; Jos., Bell. 7, 47; JosAs 20:2 ἐκ τῶν παρθένων μία Just., D. 126, 4) Mt 10:29; 18:12; 22:35; 27:48; Mk 9:17 al.; εἷς τις J 11:49; δύο Mk 16:12; Lk 24:13; J 1:35; 21:2. πέντε Mt 25:2. πολλοί (1 Macc 5:26; 9:69) J 6:60, 66; 7:31; 11:19, 45. οἱ πλείονες 1 Cor 15:6. οὐδείς (Epict. 1, 29, 37; 1 Macc 5:54; 4 Macc 14:4; Ar. 13, 6; Just., D. 16, 2) J 7:19; 16:5. χιλιάδες ἐκ πάσης φυλῆς Rv 7:4.
    β. after the indef. pron. (Plut., Galba 1065 [27, 2]; Herodian 5, 3, 9; 3 Macc 2:30; Jos., Vi. 279) Lk 11:15; J 6:64; 7:25, 44, 48; 9:16; 11:37, 46 al. Also after the interrog. pron. Mt 6:27; 21:31; Lk 11:5; 12:25; 14:28 al.
    γ. the partitive w. ἐκ as subj. (2 Km 11:17) εἶπαν ἐκ τ. μαθητῶν αὐτοῦ J 16:17.—Rv 11:9. As obj., pl. Mt 23:34; Lk 11:49; 21:16; 2J 4 (cp. Sir 33:12; Jdth 7:18; 10:17 al.).
    δ. used w. εἶναι belong to someone or someth. (Jos., Ant. 12, 399) καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ you also belong to them Mt 26:73; cp. Mk 14:69f; Lk 22:58; J 7:50; 10:26; Ac 21:8; cp. 2 Cl 18:1. οὐκ εἰμὶ ἐκ τ. σώματος I do not belong to the body 1 Cor 12:15f; cp. 2 Cl 14:1.
    ε. after verbs of supplying, receiving, consuming: ἐσθίειν ἔκ τινος (Tob 1:10; Sir 11:19; Jdth 12:2; JosAs 16:8) 1 Cor 9:7; 11:28; J 6:26, 50f; Rv 2:7. πίνειν Mt 26:29; Mk 14:25; J 4:13f; Rv 14:10; χορτάζειν ἔκ τινος gorge w. someth. 19:21 (s. ζ below); μετέχειν 1 Cor 10:17; λαμβάνειν (1 Esdr 6:31; Wsd 15:8) J 1:16; Rv 18:4; Hs 9, 24, 4. τὸ βρέφος … ἔλαβε μασθὸν ἐκ τῆς μητρὸς αὐτοῦ the child took its mother’s breast GJs 19:2; διδόναι (Tob 4:16; Ezk 16:17) Mt 25:8; 1J 4:13. διαδιδόναι (Tob 4:16 A) J 6:11.
    ζ. after verbs of filling: ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς was filled w. the fragrance J 12:3 cp. Rv 8:5. χορτασθῆναι ἔκ τινος to be satisfied to the full w. someth. Lk 15:16. γέμειν ἐξ ἁρπαγῆς be full of greed Mt 23:25.
    in periphrasis for the gen. of price or value for (Palaeph. 45; PFay 111, 16 [95/96 A.D.]; 119, 5 [c. 100 A.D.]; 131, 5; PLond II, 277, 9 p. 217 [23 A.D.]; BGU III, 916, 19 [I A.D.]; PAmh II, 133, 19 [II A.D.]; Jos., Ant. 14, 34; B-D-F §179) ἀγοράζειν τι ἔκ τινος Mt 27:7 (POxy 745, 2 [c. 1 A.D.] τ. οἶνον ἠγόρασας ἐκ δραχμῶν ἕξ; EpJer 24); cp. Ac 1:18; Mt 20:2.
    marker denoting temporal sequence, from
    of the time when someth. begins from, from … on, for, etc. ἐκ κοιλίας μητρός from birth (Ps 21:11; 70:6; Is 49:1) Mt 19:12 al.; also ἐκ γενετῆς J 9:1 (since Il. 24, 535; Od. 18, 6; s. also γενετή). ἐκ νεότητος (since Il. 14, 86; Ps 70:5; Sir 7:23; Wsd 8:2; 1 Macc 2:66; JosAs 17:4) Mk 10:20; Lk 18:21. ἐξ ἱκανῶν χρόνων for a long time 23:8. ἐκ πολλῶν χρόνων a long time before 1 Cl 42:5 (cp. Epict. 2, 16, 17 ἐκ πολλοῦ χρόνου. Cp. ἐκ πολλοῦ Thu. 1, 68, 3; 2, 88, 2; ἐξ ὀλίγων ἡμερῶν Lysias, Epitaph. 1). ἐκ γενεῶν ἀρχαίων Ac 15:21 (cp. X., Hell. 6, 1, 4 ἐκ πάντων προγόνων). ἐκ τ. αἰῶνος since the world began J 9:32 (cp. ἐξ αἰῶνος Sext. Emp., Adv. Math. 9, 76; Diod S 4, 83, 3; Aelian, VH 6, 13; 12, 64; OGI 669, 61; Sir 1:4; 1 Esdr 2:17, 21; Jos., Bell. 5, 442). ἐξ ἐτῶν ὀκτώ for eight years Ac 9:33; cp. 24:10. ἐξ ἀρχῆς (PTebt 40, 20 [117 B.C.]; Sir 15:14; 39:32; Jos., C. Ap. 1, 225; Ath. 8, 1) J 6:64. ἐκ παιδιόθεν fr. childhood Mk 9:21 (s. παιδιόθεν. Just., A I, 15, 6 ἐκ παίδων. On the use of ἐκ w. an adv. cp. ἐκ τότε POxy 486 [II A.D.]; ἐκ πρωίθεν 1 Macc 10:80).
    of temporal sequence
    α. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας day after day 2 Pt 2:8; 2 Cl 11:2 (cp. Ps.-Eur., Rhes. 445; Henioch. Com. 5:13 K.; Theocr. 18, 35; Gen 39:10; Num 30:15; Sir 5:7; Esth 3:7; En 98:8; 103:10).
    β. ἐκ δευτέρου for the second time, again, s. δεύτερος 2. ἐκ τρίτου Mt 26:44 (ParJer 7:8; cp. PHolm 1, 32 ἐκ τετάρτου).
    various uses and units
    blending of constructions, cp. Rob. 599f: ἐκ for ἐν (Hdt., Thu. et al., s. Kühner-G. I 546f; LXX, e.g. Sus 26 Theod.; 1 Macc 11:41; 13:21; Jdth 15:5) ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει Lk 11:13. μὴ καταβάτω ἆραι τὰ ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ Mt 24:17. τὴν ἐκ Λαοδικείας (ἐπιστολὴν) ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀναγνῶτε Col 4:16.
    like the OT use of מִן: ἔκρινεν ὁ θεὸς τὸ κρίμα ὑμῶν ἐξ αὐτῆς God has pronounced judgment for you against her Rv 18:20 (cp. Ps 118:84; Is 1:24; En 100:4; 104:3). ἐξεδίκησεν τὸ αἷμα τ. δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς 19:2, cp. 6:10 (both 4 Km 9:7).
    adv. expressions (Just., A I, 2, 1 ἐκ παντὸς τρόπου ‘in every way’): ἐξ ἀνάγκης (ἀνάγκη 1). ἐκ συμφώνου by mutual consent (BGU 446, 13=Mitt-Wilck. II/2, 257, 13; CPR I, 11, 14 al. in pap; cp. Dssm., NB 82f [BS 225]) 1 Cor 7:5. ἐκ λύπης reluctantly 2 Cor 9:7. ἐκ περισσοῦ extremely (Dio Chrys. 14 [31], 64; Lucian, Pro Merc. Cond. 13; Da 3:22 Theod.; Galen, CMG V/10/2/2 p. 284, 17 [-ττ]) Mk 6:51; 1 Th 5:13 v.l.; ἐκ μέτρου by measure = sparingly J 3:34. ἐκ μέρους (Galen, CMG V/10/2/2 p. 83, 24) part by part = as far as the parts are concerned, individually 1 Cor 12:27 (distributive; cp. PHolm 1, 7 ἐκ δραχμῶν Ϛ´=6 dr. each); mostly in contrast to ‘complete’, only in part 13:9 (BGU 538, 35; 574, 10; 887, 6; 17 al. in pap; EpArist 102). ἐξ ὀνόματος individually, personally, by name IEph 20:2; IPol 4:2; 8:2.
    ἐκ … εἰς w. the same word repeated gives it special emphasis (Plut., Galba 1058 [14, 2] ἐκ προδοσίας εἰς προδοσίαν; Ps 83:8) ἐκ πίστεως εἰς πίστιν Ro 1:17.—2 Cor 2:16 (twice).—The result and goal are thus indicated Ro 11:36; 1 Cor 8:6; Col 1:16. AFridrichsen, ConNeot 12, ’48, 54.—DELG s.v. ἐξ. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκ

См. также в других словарях:

  • συμφωνοῦ — συμφωνέω sound together pres imperat mp 2nd sg (attic) συμφωνέω sound together pres imperat mp 2nd sg (attic) συμφωνέω sound together imperf ind mp 2nd sg (attic) συμφωνέω sound together imperf ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφώνου — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… …   Dictionary of Greek

  • λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»